- ἐχέστονος
- ἐχέστονος, ον,A bringing sorrows,
ἰός Theoc.25.213
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰός Theoc.25.213
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εχέστονος — ἐχέστονος, ον (Α) αυτός που φέρνει στεναγμούς («ἰὸν ἐχέστονον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + στόνος «στεναγμός»] … Dictionary of Greek
ἐχέστονον — ἐχέστονος bringing sorrows masc/fem acc sg ἐχέστονος bringing sorrows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek